- ἐπομνύω
- ἐπ-όμνῦμι, ἐπομνύω, ipf. ἐπώμνυον, aor. ἐπώμοσα: take oath, swear upon some matter, Od. 15.437 ; ἐπίορκον, ‘swear a vain oath,’ Il. 10.332.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐπομνύω — ἐπόμνυμι swear after pres subj act 1st sg ἐπόμνυμι swear after pres subj act 1st sg ἐπόμνυμι swear after pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επόμνυμι — ἐπόμνυμι και ἐπομνύω (Α) 1. κατόπιν, εν συνεχεία ορκίζομαι («ὧς ἔφαθ’ οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπώμνυον, ὡς ἐκέλευε» έτσι είπε, κι όλοι οι άλλοι στη συνέχεια ορκίζονταν όπως τούς έλεγε, Ομ. Ιλ.) β. «καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῡμαι» και επί πλέον θα κάνω… … Dictionary of Greek